- ἐπεκθύομαι
- ἐπεκ-θύομαι,A offer sacrifice for, Arr.Epict. 2.7.9, Gal.9.833.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επεκθύομαι — ἐπεκθύομαι (Α) προσφέρω θυσία για να μάθω το μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εκθύομαι «εξαγνίζω»] … Dictionary of Greek